-
1 шкура
-ы θ.1. δέρμα ζώου. || δορά, τομάρι.2. φλούδα, φλοιός• πέτσα•шкура апельсина η πορτοκαλόφλουδα.
3. (απλ.) δέρμα ανθρώπινο.4. μτφ. ζωή, ύπαρξη•он дрожит за свою.(собственную) -у τρέμει (φοβάται πολύ) για το τομάρι του•
спасать свою -у σώζω το τομάρι μου.
εκφρ.шкура барабанная – (απλ.). α) σακαράκας, χαντζάρας (για στρατιωτικό), β) τομάρι (ύβρη)•быть очутить(ся) в чьей -е – είμαι, βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον•влезть (попасть) в чью -у – περιέρχομαι, περιπίπτω στην ίδια κατάσταση με κάποιον•испытать на своей (собственной) -е – δοκιμάζω κάτι στην ίδια μου την καμπούρα.